- παρηλιξ
- παρῆλιξπαρ-ῆλιξ-ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρῆλιξ — past one s prime masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
παρήλικος — και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, ικος, ΝΑ αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος αρχ. αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παρηλίκων — παρη̱λίκων , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικα — παρή̱λικα , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικας — παρή̱λικας , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικες — παρή̱λικες , παρῆλιξ past one s prime masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικι — παρή̱λικι , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλικος — παρή̱λικος , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήλιξιν — παρή̱λιξιν , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)